εΰς — ἐΰς και ἠΰς, ὁ (ουδ. ἠΰ, τό) (Α) 1. γενναίος, ευγενής (α. «ἐὺς παῑς Ἀγχίσαο» β. «υἱov ἐὺν Πριάμοιο») 2. (γεν. πληθ. ουδ.) ἐάων και ἑάων τών αγαθών, τών δώρων («θεοὶ σωτῆρες ἑάων»). [ΕΤΥΜΟΛ. Επικ. τ., ο οποίος συνδέεται πιθ. με τα χεττ. aššuš… … Dictionary of Greek
ἐύς — ἐΰς , ἐύς good masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ευς — το ονοματικό επίθημα εύς είναι χαρακτηριστικό τής Ελληνικής, εφόσον δεν απαντά σε άλλες ΙΕ γλώσσες και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη (περίπου 500 ονόματα σε ευς). Η ακριβής του προέλευση παραμένει άγνωστη, παρά τις κατά καιρούς… … Dictionary of Greek
ἐάων — ἐύς good gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐῆος — ἐύς good gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑῆος — ἐύς good gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠύς — ἐύς good masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεαγγελεύς — θεαγγελεύς, έως, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) αυτός που προκηρύσσει εορτή ή πανήγυρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θε (βλ. θεο ) + αγγέλλω, κατά τα ονόματα σε εύς (πρβλ. γραφ εύς, ιππ εύς)] … Dictionary of Greek
θηβαιεύς — Θηβαιεύς, ὁ (Α) (ως επίθ. τού Διός) ο Θηβαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Θήβαι + κατάλ. εύς, κατά τα γραφ εύς, ιππ εύς] … Dictionary of Greek
θυριδεύς — θυριδεύς, ὁ (Α) επιγρ. το πλαίσιο τής θυρίδας, δηλ. τού παραθύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυρίς, ίδος, υποκορ. τού θύρα + κατάλ. εύς, πρβλ. γραμματ εύς, ιππ εύς] … Dictionary of Greek
καταλαβεύς — καταλαβεύς, ὁ (Α) [καταλαμβάνω] πάσσαλος ή καρφί. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κατα λαβ (καταλάβω) τού καταλαμβάνω με σημ. «στερεώνω, καρφώνω» + εύς (πρβλ. αντι λαβ εύς, περιλαβ εύς)] … Dictionary of Greek